Στις 10 Οκτωβρίου 1940, λίγες μόλις ημέρες πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η πόλη των Σερρών έζησε μια από τις τελευταίες της ανέμελες βραδιές. Στο Θέατρο Κρόνιο, ο Αττίκ –ο σημαντικότερος ίσως εκπρόσωπος του ελαφρού τραγουδιού στον Μεσοπόλεμο– έδινε τις δύο τελευταίες του παραστάσεις στην πόλη, ολοκληρώνοντας την τοπική του περιοδεία.
Η αφίσα της εποχής, που διασώζεται μέχρι σήμερα και βρήκαμε στο διαδίκτυο, φέρει την ημερομηνία Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 1940 και αναγγέλλει ένα διπλό πρόγραμμα στο Κρόνιο: πρώτα μια απογευματινή εμφάνιση, και έπειτα –μετά τις 22.15– μια αποχαιρετιστήρια εκδήλωση της περίφημης «Μάντρας του Αττίκ». Το κοινό των Σερρών, που είχε αγκαλιάσει τις παραστάσεις του Αττίκ, ετοιμαζόταν να τον τιμήσει για τελευταία φορά.
Ξεχωριστή θέση στο πρόγραμμα είχε η εμφάνιση της Κάκιας Μένδρη, μεγάλης ερμηνεύτριας του αισθηματικού τραγουδιού και μούσας του Αττίκ, η οποία είχε καθιερωθεί χάρη στη Μάντρα και γνώρισε μεγάλη καριέρα έως τη δεκαετία του ’50. Το κοινό θα είχε επίσης την ευκαιρία να παρακολουθήσει το έργο «Μια Νύχτα στο Βουνό», που όπως σημειωνόταν χαρακτηριστικά στην αφίσα, ήταν «η μεγαλυτέρα διεθνής δημιουργία» του Αττίκ.
Ένα θέατρο αντάξιο της Ευρώπης
Το θέατρο που φιλοξένησε αυτές τις τελευταίες βραδιές του Αττίκ δεν ήταν τυχαίο. Το Κρόνιο είχε κατασκευαστεί μόλις το 1931 και αποτελούσε κόσμημα για την πόλη των Σερρών – και όχι μόνο. Το έργο ανέλαβε ο Αυστριακός μηχανικός Ράιζερ, ο οποίος μάλιστα έφερε ειδικό ταχύπηκτο τσιμέντο από την πατρίδα του ώστε να ολοκληρωθεί γρήγορα η κατασκευή. Η στέγη του θεάτρου ήταν ανοιγόμενη, επιτρέποντας παραστάσεις και κατά τους θερινούς μήνες, ενώ η χωρητικότητά του έφτανε τα 800 άτομα.
Οι εφημερίδες της εποχής εξυμνούσαν το νέο θέατρο, σημειώνοντας ότι ούτε η Θεσσαλονίκη διέθετε τέτοιας ποιότητας θεατρική υποδομή. Τα εγκαίνια του έγιναν με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και το έργο «Ο Τριμπούνος», ενώ την επόμενη χρονιά οι ιδιοκτήτες του –Περιστέρης Κωστόπουλος, Νίκος Κανάκης και Νίκος Κασάπης– το εξόπλισαν με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα του ομιλούντος κινηματογράφου.
Το τέλος μιας εποχής πλησιάζει
Η εμφάνιση του Αττίκ στις Σέρρες τον Οκτώβριο του 1940 σηματοδοτούσε το τέλος μιας δημιουργικής εποχής, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για την ελληνική μουσική σκηνή. Λίγους μήνες αργότερα, μέσα στην ίδια χρονιά, ο ίδιος θα ανακοίνωνε το κλείσιμο της περίφημης «Μάντρας» στην Αθήνα, δηλώνοντας απογοητευμένος πως σταματά τις παραστάσεις «λόγω ελλείψεως καλλιεργημένου κοινού».
Η αφίσα εκείνης της σερραϊκής βραδιάς διασώζει όχι μόνο ένα ιστορικό πολιτιστικό γεγονός για την πόλη, αλλά και την τελευταία σπίθα μιας καλλιτεχνικής διαδρομής που θα έσβηνε οριστικά με τον πόλεμο. Λίγες μέρες μετά, όλα θα άλλαζαν – για τον Αττίκ, για τη Μάντρα, για τις Σέρρες, για ολόκληρη τη χώρα.
Ο σπουδαίος Αττίκ
Ο Αττίκ –καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέωνα Τριανταφύλλου– γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1885 και υπήρξε ένας από τους πιο ευαίσθητους και αναγνωρίσιμους δημιουργούς του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι, σπούδασε μουσική και επηρεάστηκε βαθιά από τη γαλλική chanson, την οποία μετέφερε με μοναδικό τρόπο στον ελληνικό χώρο.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ίδρυσε τη θρυλική «Μάντρα του Αττίκ» στη συμβολή των οδών Δελφών και Σίνα – έναν πρωτοποριακό χώρο μουσικής και θεάτρου που φιλοξένησε μερικά από τα μεγαλύτερα ταλέντα του Μεσοπολέμου, όπως την Δανάη Στρατηγοπούλου και την Κάκια Μένδρη.
Ο Αττίκ δεν ήταν μόνο στιχουργός και συνθέτης, αλλά και ερμηνευτής – ένας άνθρωπος-σκηνή, που μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά του κοινού με τραγούδια όπως «Ζητάτε να σας πω», «Πάλι θα κλάψω», «Τα νιάτα», «Δεν έχει άδικο ο άνθρωπος». Το έργο του χαρακτηρίζεται από λυρισμό, μελαγχολία και ένα αστικό, σχεδόν θεατρικό ύφος, που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και τη σταδιακή παρακμή της Μάντρας, ο Αττίκ αποσύρθηκε από τη δημόσια σκηνή. Πέθανε το 1944 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που εξακολουθεί να συγκινεί – όχι μόνο για την καλλιτεχνική του αξία, αλλά και για το ήθος και την τρυφερότητα μιας αλλοτινής Ελλάδας.
Δημοσίευση σχολίου