Στις τοπικές κοινωνίες, τα έργα μετριούνται συχνά με τις κορδέλες και τις φωτογραφίες. Με τις υπογραφές, τις ανακοινώσεις και τα επινίκια. Κι ορισμένοι πολιτικοί, αν είναι και «του τόπου», αποκτούν σχεδόν μυθικό status: ο άνθρωπος που «φέρνει χρήματα», που «έχει πέραση στο κέντρο», που «μας προσέχει».
Κάθε έργο αποδίδεται στο «αόρατο χέρι» του. Κάθε ευκαιρία, κάθε χρηματοδότηση, κάθε δρόμος που ανοίγει – δικό του κι αυτό.
Μόνο που υπάρχουν και δρόμοι που έκλεισαν. Οριστικά.
Και όχι επειδή δεν χρηματοδοτήθηκαν. Αλλά γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν πρόλαβαν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Πενήντα επτά νεκροί δεν είναι στατιστικό. Είναι βίωμα. Είναι εθνική ντροπή.
Και η ευθύνη δεν είναι αφηρημένη έννοια. Έχει πολιτικό πρόσημο. Φέρει βαρύτητα, ανεξαρτήτως αν κάποιοι θεωρούν πως «η αγάπη για τον τόπο» και η προσφορά του παρελθόντος μπορούν να εξισορροπήσουν τις απώλειες.
Μα, δεν εξισορροπούν. Δεν σβήνουν. Δεν ξεχνιούνται.
Όχι επειδή το λέει κάποιος αντίπαλος. Αλλά γιατί η κοινωνία ζητά ακόμα δικαιοσύνη.
Και όσο αυτή δεν έρχεται, κάθε αναφορά σε «πολύτιμους συμμάχους των Δημάρχων», σε «ειδικό βάρος», σε «άνθρωπο που μπορεί», ηχεί σαν φθηνή υπεκφυγή.
Ναι, κάποιοι εκλέγονται πρώτοι. Ναι, κάποιοι χαίρουν ακόμα εκτίμησης.
Αλλά υπάρχει κάτι που δεν εκλέγεται και δεν διαγράφεται: η μνήμη.
Ας δείξουμε λοιπόν λίγη σοβαρότητα.
Ας σωπάσουμε, τουλάχιστον για λίγο.
Όχι για να κατηγορήσουμε κάποιον. Αλλά για να ακούσουμε.
Τη φωνή όσων χάθηκαν.
Τη σιωπή όσων έμειναν πίσω.
Και την ανάγκη για αλήθεια, που δεν χωρά σε πανηγυρικά άρθρα και τοπικά εγκώμια.
Γιατί η πραγματική αγάπη για τον τόπο δεν φαίνεται μόνο στα έργα. Φαίνεται και στο πώς στέκεσαι μπροστά στην ευθύνη. Ή στο αν τολμάς να την κοιτάξεις κατάματα.
Δημοσίευση σχολίου