Γράφει ο Γιώργος Σταυρακίδης
Το καλοκαίρι ξυπνάει σαν ένα μαγικό τραγούδι, μια μελωδία που ξεκινά απαλά με το πρώτο φως της αυγής. Η μέρα ανοίγει τα φτερά της σιωπηλά, σαν να μην θέλει να διαταράξει την ηρεμία του κόσμου που ακόμη κοιμάται. Ο ήλιος, ένας χρυσαφένιος ζωγράφος, αχνίζει τις σκιές και γεμίζει τα πάντα με χρώματα που μοιάζουν να βγήκαν από όνειρο.
Στο κινητό, παίζει ήδη η Ελευθερία με κάτι από τα παλιά: «Πέφτω στη θάλασσα και πάλι βρέχομαι
και πάλι έρχομαι κοντά.
Μέσα απ’ τα κύματα πιάνω τα σήματα
που με φωνάζουν στ’ ανοιχτά...»
Η ατμόσφαιρα μυρίζει θάλασσα και ζεστός αέρας που κουβαλάει ψιθυριστές υποσχέσεις. Τα φύλλα στα δέντρα τρέμουν ελαφρά, σαν να χορεύουν σε έναν αόρατο ρυθμό, και το φως παίζει παιχνιδιάρικα πάνω τους, δημιουργώντας σπάνιες χρυσές σταγόνες που σβήνουν γρήγορα. Κάθε ανάσα γεμίζει με το άρωμα του γιασεμιού και της αμυγδαλιάς, και ο κόσμος μοιάζει να έχει βυθιστεί σε έναν παραμυθένιο ύπνο.
Στο βάθος, το κύμα χτυπά απαλά την ακτή, σαν να προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία από παλιά, ξεχασμένα καλοκαίρια. Οι άνθρωποι περπατούν ξυπόλητοι, αφήνοντας το ζεστό χώμα να τους αγκαλιάζει, και τα μάτια τους καθρεφτίζουν μια γλυκιά νοσταλγία, σαν να θυμούνται στιγμές που δεν πέρασαν ποτέ, αλλά μένουν ζωντανές σαν όνειρα.
Η μέρα αυτή δεν είναι απλά μια μέρα — είναι μια υπόσχεση αιωνιότητας, ένα χάδι που απλώνεται στο δέρμα και μέσα στην ψυχή. Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματά, και το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μπλέκονται σε έναν αέναο χορό φωτός και σκιάς. Τα σύννεφα σέρνουν απαλά τα πέπλα τους στον ουρανό, και το φως γίνεται πιο ζεστό, πιο βαθύ, σαν να θέλει να φυλακίσει τη μαγεία της στιγμής.
Όταν το ηλιοβασίλεμα φτάσει, η μέρα χαμογελάει ένα τελευταίο γλυκό χαμόγελο, και η θάλασσα λαμπυρίζει σαν να έχει κρυμμένα μέσα της όλα τα όνειρα του καλοκαιριού. Το σκοτάδι πέφτει αργά, σαν πέπλο από βελούδο, αφήνοντας πίσω του την υπόσχεση ότι αύριο θα ξαναζήσει, ξανά και ξανά, μέσα στην αιωνιότητα των ζεστών καλοκαιρινών ημερών.
Κι όταν ο ουρανός θα φορέσει το βαθύ του μπλε σαν μανδύα από σιωπή, θα επιστρέψω αργά στην πόλη. Τα φώτα της τρεμοπαίζουν σαν να ανασαίνουν κι αυτά μαζί μου. Κουρασμένα αλλά γεμάτα. Ο αέρας έχει την αψάδα του νυχτερινού γιασεμιού, και οι δρόμοι είναι ήσυχοι, σαν να περιμένουν να τους ψιθυρίσεις τι έζησες.
«Καλώς τον»
Στο νου μου κρατώ τη μέρα σαν θησαυρό – μια σπουδαία μέρα που απλώθηκε μέσα μου σαν φως, σαν θάλασσα, σαν αγκαλιά. Μια μέρα που δεν θα φύγει ποτέ, γιατί ανήκει πια μέσα μου. Για πάντα. Καλοκαίρι…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: H Γεσθημανή Μπερμπέρη γράφει για «Τα καλοκαίρια εκείνα» - Ποδήλατα, τηγανητά με σάλτσα και μέρες που ζήσαμε
Δημοσίευση σχολίου