Σαν σήμερα, στις 29 Ιουνίου 1913, οι Σέρρες απελευθερώνονταν
και επίσημα, ύστερα από 530 χρόνια υπό τον οθωμανικό ζυγό. Από τις πρώτες
πόλεις που υπέκυψαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν από τις τελευταίες που
κατάφεραν να ενωθούν με την ελεύθερη Ελλάδα. Όμως ούτε για μια στιγμή οι
Σερραίοι δεν έπαψαν να αγωνίζονται για την εθνική τους αποκατάσταση. Με
ανυπότακτο φρόνημα, κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα, την πίστη και την ελπίδα –
στήνοντας μέσα στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς ένα ακμαίο εμπορικό και πνευματικό
κέντρο, τη “Μικρή Αθήνα” της Ανατολικής Μακεδονίας.
Η προσφορά τους στον Αγώνα του 1821 υπήρξε καθοριστική, με τον Εμμανουήλ Παπά να ηγείται της εξέγερσης στη Μακεδονία, ενώ και στον Μακεδονικό Αγώνα έδωσαν ξανά το παρόν. Και όταν ήρθε η ώρα των Βαλκανικών Πολέμων, οι ελπίδες τους αναζωπυρώθηκαν. Τελικά, στις 29 Ιουνίου 1913, ύστερα από πολύμηνη βουλγαρική κατοχή και σφοδρές συγκρούσεις, η πόλη πέρασε στα ελληνικά χέρια και το όνειρο των Σερραίων έγινε πραγματικότητα.
Το ιστορικό της Απελευθέρωσης
Για περισσότερο από πέντε αιώνες – 530 χρόνια – οι Σέρρες
βίωναν τη βαριά σκιά της οθωμανικής κυριαρχίας. Παρά τις επανειλημμένες
προσπάθειες των κατοίκων να απελευθερωθούν, η στρατηγική γεωγραφική θέση της
πόλης, ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι,
καθιστούσε κάθε εξέγερση εξαιρετικά δύσκολη.
Οι Σερραίοι συμμετείχαν ενεργά στην Επανάσταση του 1821, με
ηγετική μορφή τον Εμμανουήλ Παπά, ωστόσο οι ελπίδες τους δεν ευοδώθηκαν.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο φθινόπωρο του 1912, όταν οι βαλκανικοί λαοί
συμμάχησαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βαλκανική Συμμαχία,
αποτελούμενη από τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο, κήρυξε
τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, διεκδικώντας την απελευθέρωση των ευρωπαϊκών εδαφών
της Αυτοκρατορίας.
Η ελληνική προέλαση υπήρξε εντυπωσιακή: στις 5 Οκτωβρίου
1912 ο στρατός υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο κατέλαβε την Ελασσόνα, προχώρησε στο
Σαραντάπορο και, ύστερα από καθοριστική νίκη στα Γιαννιτσά, μπήκε στη
Θεσσαλονίκη – αιφνιδιάζοντας ακόμη και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Την ίδια ώρα, οι Οθωμανοί στις Σέρρες προετοιμάζονταν για
την άμυνα, στέλνοντας ενισχύσεις και πολεμοφόδια, ενώ διέκοψαν την επιβατική
κυκλοφορία στους σιδηροδρόμους. Όμως η βουλγαρική προέλαση προς την ανατολική
Μακεδονία αποδείχθηκε ταχύτερη. Στις 24 Οκτωβρίου 1912, τα στρατεύματα του
Βούλγαρου στρατηγού Θεοδώροφ μπήκαν ανενόχλητα στην πόλη, την οποία η οθωμανική
διοίκηση τους παρέδωσε, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο να την παραδώσει στους
Έλληνες.
Η τουρκική κατοχή έληξε, όμως μια νέα, βαρύτερη σκιά
απλώθηκε στις Σέρρες: η βουλγαρική κατοχή, που διήρκεσε μόλις οχτώ μήνες αλλά
συνοδεύτηκε από βιαιότητες, καταπίεση και εκτελέσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν εγκατέλειψε τις βλέψεις της για την
πόλη. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, από τη Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν, εξέφρασε στον
πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την επιθυμία του: «Πρόεδρέ μου, τας Σέρρας… Να
πάρουμε τας Σέρρας».
Με την ένταση να αυξάνεται, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν
αμυντική συμμαχία στις 10 Μαΐου 1913. Η ρήξη με τη Βουλγαρία δεν άργησε να
έρθει. Οι Βούλγαροι, που διέθεταν στη Σέρρες δύναμη 45.000 ανδρών, κινήθηκαν
κατά της ελληνικής γραμμής άμυνας στο Παγγαίο και επικράτησαν σε τοπικές
συγκρούσεις, τις οποίες ο Τύπος τους παρουσίασε ως μεγάλες νίκες.
Η μάχη του Λαχανά, στις 19 Ιουνίου 1913, αποτέλεσε την κρίσιμη καμπή. Η 1η Μεραρχία του ελληνικού στρατού νίκησε τους Βούλγαρους ύστερα από σκληρές μάχες. Ενημερωμένη για την ήττα, η βουλγαρική διοίκηση των Σερρών απαίτησε από τον μητροπολίτη Απόστολο να πείσει τον πληθυσμό να μη στασιάσει, αλλιώς θα ακολουθούσαν αντίποινα.
Όταν στις 20 Ιουνίου, η 7η Μεραρχία υπό τον συνταγματάρχη
Ναπολέοντα Σωτήλη απελευθέρωνε τη Νιγρίτα, οι Βουλγαρικές δυνάμεις προτού
υποχωρήσουν, την κατέστρεψαν πυρπολώντας σπίτια και επιχειρήσεις, δίνοντας έτσι
τα προμηνύματα για το τι θα ακολουθούσε στις Σέρρες μια εβδομάδα αργότερα.
Από τις 22 Ιουνίου, οι Βούλγαροι ξεκίνησαν να εγκαταλείπουν
τις Σέρρες, απαγορεύοντας παράλληλα την κυκλοφορία εντός της πόλης από τους
κατοίκους. Στα απομνημονεύματα του, ο
Μητροπολίτης Σερρών, Απόστολος, χαρακτήρισε την εβδομάδα από την 22α Ιουνίου
μέχρι την 28η Ιουνίου ως την «Εβδομάς Παθών των Σερραίων Ελλήνων».
Από τις 24 έως τις 28 Ιουνίου, μέσα στην πόλη διεξάγονταν συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων κατοίκων και βουλγαρικών δυνάμεων. Στην αντίσταση συμμετείχε και ένας Οθωμανός αξιωματικός, απεσταλμένος από την Αθήνα. Τελικά, στις 28 Ιουνίου, αντιλαμβανόμενοι ότι χάνουν την πόλη, οι Βούλγαροι την πυρπόλησαν συστηματικά, εφαρμόζοντας τη διαταγή: «Αν οι Σέρρες χαθούν, πρέπει να καταστραφούν».
Ελληνοβουλγαρική
ένοπλη σύγκρουση, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (26 και 27 Ιουνίου
1913). Είναι γνωστή και ως Μάχη του Δεμίρ Χισάρ.
Ελληνοβουλγαρική ένοπλη σύγκρουση, κατά τη διάρκεια του
Β΄Βαλκανικού Πολέμου (26 και 27 Ιουνίου 1913). Είναι γνωστή και ως Μάχη του
Δεμίρ Χισάρ. Με τη νίκη του ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τους Βουλγάρους να
εγκαταλείψουν την ευρύτερη περιοχή των Σερρών, με αποτέλεσμα να γίνει δυνατή η
απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.
Η Βέτρινα (σήμερα Νέο Πετρίτσι Σερρών) είχε καταληφθεί από
τους Βουλγάρους στις 19 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού
Πολέμου. Μέχρι τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι φρόντισαν
να την οχυρώσουν αμυντικά για να τη χρησιμοποιήσουν ως προγεφύρωμα, ώστε σε
περίπτωση μελλοντικού ελληνοτουρκικού πολέμου να εμποδίσουν την πορεία του
ελληνικού στρατού προς τα στενά του Ρούπελ.
Ο ελληνικός στρατός μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης (23
Ιουνίου 1913) ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμώνα, με σκοπό να καταλάβει την
Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν δύο Μεραρχίες -η 1η υπό τον
αντιστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη και η 6η υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο
Δελλαγραμάτικα- με τη συμμετοχή μονάδων της 7ης Μεραρχίας.
Νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις επανέλαβαν την επίθεση στο μέτωπο της Βετρίνας και γρήγορα κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των Βουλγάρων, γύρω στις 9:30 το πρωί. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα, αφού πρώτα ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας. Η 6η Μεραρχία ανέλαβε να τους καταδιώξει. Αφού διήλθε από ένα βατό σημείο του ποταμού, την ίδια ημέρα κατέλαβε και απελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν σε σφαγές κατοίκων της πόλης και πήραν μαζί τους ως ομήρους τον επίσκοπο Πολυανής Φώτιο, τριάντα προκρίτους, καθώς και ιερείς και δασκάλους.
Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που εισήλθε στο Σιδηρόκαστρο
ήταν ο μετέπειτα στρατηγός και δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε διοικητής του
9ου Τάγματος Ευζώνων. Ιδού οι πρώτες του εντυπώσεις, όπως τις περιγράφει στα
«Απομνημονεύματά» του:
Τα κύματα των πανικοβλήτων εξηκολούθουν παρελαύνοντα τροχάδην και με κραυγάς τρόμου προς δυσμάς. Υπό την σκέψιν ότι δεν δύναταί τις να βασισθή εις τας πληροφορίας ανθρώπων αλλοφρονούντων εκ του τρόμου, έσχισα την αναφοράν και διέταξα τους ιππείς (30 περίπου) να ιππεύσουν. Εξαπέστειλα δύο ελαφράς περιπολίας εμπρός και με την ημιλαρχίαν εν παρατάξει, δια των αγρών εκάλπασα προς τα βορείως της πόλεως υψώματα. Ομάδες τινές προ της θέας του επερχομένου ιππικού ετράπησαν εις φυγήν. Αλλά παρέμειναν επί του υψώματος τρεις τέσσαρες χωρικού ψυχραιμότεροι των άλλων […] Απέστειλα αμέσως δύο εκ των προυχόντων μετά τινών ιππέων όπως σταματήσουν τον φεύγοντα πληθυσμόν, ο οποίος μετά την μεσημβρίαν ήρχισεν επανερχόμενος εις τας οικίας του. Μετά σύντομον εξέτασιν ανεύρον εν των προαυλίω της Σχολής τεράστιον λάκον, ο οποίος περιείχε άνω των 60 πτωμάτων εκ των σφαγέντων την προηγουμένην. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μητροπολίτης Μελενίκου. Εις έτερον τάφον επί αμμώδους εδάφους ήσαν περί τα 30 πτώματα, εν οις και δύο ιερείς της πόλεως. Περί τα 20 ακόμη πτώματα εύρομεν εις μεμονωμένους τάφους και τινά άταφα. Οι κάτοικοι και ιδία τα γυναικόπαιδα με σπαρακτικούς θρήνους παρηκολούθουν την εκταφήν των οικείων των. Μετά την σύνταξιν λεπτομερούς καταλόγου των ανεγνωρισθέντων θυμάτων ανεχώρησα μ.μ προς συνάντησιν της Μεραρχίας βαδιζούσης επί της αμαξιτής οδού προς βορράν εις Μαρτικοστίνοβο.
Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σε 39 νεκρούς και 209 τραυματίες. Μετά τη μάχη, οι δύο μεραρχίες κινήθηκαν βόρεια, ενώ την κατάληψη των Σερρών, του διοικητικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής, ανέλαβε η 7η Μεραρχία του συνταγματάρχη Σωτήλη.
Στις 29 Ιουνίου 1913, η 7η Μεραρχία υπό τον αντισυνταγματάρχη Σωτήλη μπήκε στην κατεστραμμένη αλλά ελεύθερη πόλη. Οι Σερραίοι, μετά από αιώνες προσμονής και λίγες μέρες φρίκης, υποδέχτηκαν την ελευθερία.
Ο Συνταγματάρχης Σωτήλης κατέλαβε επίσημα την πόλη των
Σερρών αναφέροντας στην προκήρυξη που εξέδωσε:
«Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου,
απελευθερώ τας Σέρρας από του ζυγού των βαρβάρων και ειδεχθών επιδρομέων,
καταλαμβάνω την πόλιν, προσκαλώ δε πάντας του κατοίκους ανεξαρτήτως φυλής,
γλώσσης και θρησκεύματος να επανέλθωσιν εις τας ειρηνικάς αυτών ασχολίας,
βέβαιοι όντες ότι υπό το σκήπτρον της Αυτού Μεγαλειότητος του βασιλέως μας, και
υπό την προστασίαν του ανδρείου αυτού στρατού θέλουσιν απολαμβάνει και απολύτου
ισονομίας και εξασφαλίσεως τιμής και περιουσίας.
Ζήτω ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μέγας
Ζήτω ο λαός των Σερρών»
Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου απηύθυνε την έντονη διαμαρτυρία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής για τις βαρβαρότητες των Βουλγάρων, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θα απειλήσει με αντίποινα την Βουλγαρία.
Ένα μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1913, υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η Μακεδονία, και μαζί οι Σέρρες, αναγνωρίστηκαν επίσημα ως ελληνικό έδαφος. Η ελευθερία είχε πλέον κατακτηθεί – και η ιστορία των Σερρών είχε αλλάξει για πάντα.
Βιβλιογραφία
1. Πέτρος Πέννας, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεώς της υπό
των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως της υπό των Ελλήνων, 1383-1913, Αθήνα 1966
2. Γιώργος Καφταντζής, Ιστορία της πόλεως των Σερρών και της
περιφέρειάς της. Τ.3. Βυζαντινή περίοδος –Τουρκοκρατία- Νεώτεροι χρόνοι,
Θεσσαλονίκη 1996
3. Κυριάκος Παπακυριάκου, Ιστορία του νομού Σερρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της απελευθερώσεώς του το 1912- 1913, Θεσσαλονίκη 2013
Δημοσίευση σχολίου