Τίποτα λιγότερο από ένα αριστοτεχνικά δομημένο κινηματογραφικό δοκίμιο, το νέο ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη και multimedia artist Γιόχαν Γκριμονπρές (Double Take) είναι ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, γεωπολιτικής, τζαζ μουσικής, ψυχροπολεμικής ίντριγκας και αποικιοκρατικών πρακτικών με φόντο το Κονγκό και την δολοφονία του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου του, Πατρίς Λουμούμπα.
Την ίδια στιγμή εξαντλητικά λεπτομερές στην έρευνα και τα στοιχεία του, αλλά και απόλυτα ευρηματικό κι ελεύθερο στη φόρμα του, το φιλμ ακολουθεί την άνοδο στην εξουσία του Λουμούμπα και ταυτόχρονα την αντίσταση των αποικιοκρατών να αφήσουν τον έλεγχο της χώρας στα χέρια των πολιτών της. Παράλληλα, το φιλμ καταγράφει την προσπάθεια των ΗΠΑ να ασκήσουν επιρροή μέσω απεσταλμένων τζαζ μουσικών όπως οι Νίνα Σιμόν, Ντιουκ Ελινγκτον και Λούις Αρμστρονγκ που βρέθηκαν στη χώρα για να παίξουν μουσικη, όντας εν αγνοία τους αντιπερισπασμός στις μηχανορραφίες της CIA.
Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που πάλλεται από μουσική και κινηματογραφική ενέργεια. Ένα έντονο πολιτικό κατηγορώ για τα φαντάσματα της αποικιοκρατίας που ακόμη αρνούνται να πεθάνουν.
Την Τετάρτη 2 Απριλίου στις 7.00 μ.μ. στο πλαίσιο της κινηματογραφικής λέσχης “Στιγμές της Πόλης”, οι Σερρραίοι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να δουν ένα σπουδαίο ντοκιμαντερ για μία μόνο προβολη!
“Το 1960, η εκπομπή Jazz Hour μεταδίδει Λούι Άρμστρονγκ και Ντίζι Γκιλέσμπι πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ενώ τα κινήματα αποαποικιοποίησης μεσουρανούν στην Αφρική και ο αντιρατσιστικός αγώνας συνεχίζεται στις ΗΠΑ. Στο Κονγκό, ο Πατρίς Λουμούμπα, ηγέτης των κινημάτων ανεξαρτησίας της χώρας, γίνεται ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός. Όμως, εταιρικά και αποικιακά συμφέροντα και μηχανορραφίες στα Ηνωμένα Έθνη, συνωμοτουν για τη δολοφονία του. Eκρηκτικό κοκτέιλ, γεωπολιτικής, τζαζ μουσικής και ψυχροπολεμικής ίντριγκας με φόντο το Κονγκό. O σκηνοθέτης και εικαστικός Γιόχαν Γκριμονπρές συνθέτει ένα φιλμ που πάλλεται από μουσική και κινηματογραφική ενέργεια. Ένα έντονο πολιτικό κατηγορώ για τα φαντάσματα της αποικιοκρατίας που ακόμη αρνούνται να πεθάνουν”.
Η ταινία, που με κάποια φλασμπάκ και λιγότερα φλας φόργουορντ, εκτυλίσσεται το 1960-1961, μας εισάγει σε δύο κόσμους την εποχή του Ψυχρού Πολέμου: αυτόν των αντιαποικιακών κινημάτων και αυτόν του πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου.
Ο Γιόχαν Γκριμονπρέζ, πολιτικά ευαισθητοποιημένος και στοχαστικός, όπως έχει δείξει και στις προηγούμενες δουλειές του (για ζητήματα όπως η χειραγώγηση της ενημέρωσης, η εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου ή το εμπόριο όπλων), σε αυτή την ταινία αποφασίζει να ασχοληθεί με τα «οικεία κακά». Όχι της Δύσης γενικά αλλά ειδικά της χώρας του, του Βελγίου, θυμίζοντάς μας πως αποικιοκράτες δεν ήταν μόνο οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αλλά και μικρότερες δυνάμεις, όπως οι Βέλγοι, και μάλιστα στυγνοί. Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, είναι μια επιλογή με κόστος. Η σιωπή και η λήθη είναι πιο εύκολες και λειτουργικές, συλλογικά και ατομικά, όταν μιλάς για τις ευθύνες και τα εγκλήματα της χώρας σου, όταν τα παιδιά των πρωταγωνιστών και των πρωταγωνιστριών ζουν ακόμα. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας προσφέρει ένα ντοκιμαντέρ στρατευμένο και κριτικό μαζί. Και, παραφράζοντας τον Τζέιμς Μπόλντουιν, λέει: «Η ιστορία δεν είναι το παρελθόν. Η ιστορία είναι αυτό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Είναι το παρόν. Είναι αυτό που εισχωρεί στο δέρμα μας και στο σώμα μας, μέσα στα κόκαλά μας».
Δημοσίευση σχολίου